φυσιολόγος

φυσιολόγος
Βυζαντινό ποίημα, που γράφτηκε τον 13o αι. μ.Χ. Αποτελείται από 1131 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ανάμεσα στους οποίους παρεμβάλλονται δυο πεζά κομμάτια. Το έργο αυτό είναι ένα από τα κυριότερα της δημοτικής βυζαντινής παραγωγής. Στην πραγματικότητα αποτελεί είδος φυσικής ιστορίας, γραμμένης με φανταστικό και συμβολικό τρόπο και με χριστιανικό πνεύμα, όπου τα φυσικά αντικείμενα και τα ζώα συμβολίζουν πρόσωπα της Αγίας Γραφής, όπως τον Χριστό, τον πιστό, τον διάβολο κλπ. Ο Φ. αποτελεί παραλλαγή αρχαιότερου έργου, που αποδίδεται στον Επιφάνιο. Το μέτρο του ποιήματος είναι ανώμαλο και η γλώσσα άκαμπτη, με λανθασμένες συχνά εκφράσεις από αρχαΐζοντα και δημοτικά στοιχεία.
* * *
ο, ΝΜΑ, και φυσιολόγος, η, Ν
νεοελλ.
1. επιστήμονας ειδικευμένος στη φυσιολογία
2. σπαν. φυσικοθεραπευτής
μσν.
ως κύριο όν. Φυσιολόγος
ένα από τα αξιολογότερα ποιήματα τής δημώδους βυζαντινής γραμματείας, τού 13ου αιώνα, στο οποίο χρησιμοποιούνται συμβολικές παραστάσεις ζώων για να αποδοθούν έννοιες τής Αγίας Γραφής και τής λαϊκής πίστης
αρχ.
1. (ως ουσ. και ως επίθ.) (ιδίως για τους Ίωνες φιλοσόφους και τους φιλοσόφους τής Μεγάλης Ελλάδας) αυτός που διερευνά τα φυσικά αίτια και φαινόμενα, ο φυσικός φιλόσοφος
2. ως κύριο όν. τίτλος έργου τού Σωπάτρου
3. φρ. «Ἀρχαῖοι φυσιολόγοι» — τίτλος έργου τού Χρυσίππου (Διογ. Λαέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυσιολόγος — ο 1. επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με τη φυσιολογία (βλ. λ.). 2. (μερικές φορές) ο φυσικοθεραπευτής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσιολόγοις — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολόγου — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολόγους — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολόγων — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολόγως — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολόγῳ — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… …   Dictionary of Greek

  • φυσιολόγως — Μ επίρρ. όπως ο φυσιολόγος, με διερεύνηση τών φυσικών αιτίων και φαινομένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιολόγος + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • Γαλβάνι, Λουίτζι — (Luigi Galvani, Μπολόνια 1737 – 1798). Ιταλός γιατρός και φυσιολόγος. Αρχικά σπούδασε θεολογία και αργότερα ιατρική, ακολουθώντας τη συμβουλή των γονιών του. Μετά τη δημοσίευση της σημαντικής διατριβής του Περί του σχηματισμού των οστών (1762),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”